- ευαπολόγητος
- -η, -ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, -ον)αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία»)αρχ.αυτός που είναι ικανός να απολογηθεί καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-λογούμαι (πρβλ. αν-απολόγητος, δυσ-απολόγητος)].
Dictionary of Greek. 2013.